κνημοδέτης

κνημοδέτης
ο подвозка (для чулок)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κνημοδέτης" в других словарях:

  • κνημοδέτης — ο ταινία που συγκρατεί τις κάλτσες, καλτσοδέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνήμη + δέτης (< δέω «δένω»), πρβλ. λαιμο δέτης, μυστακο δέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • καλτσοδέτα — η ελαστική ταινία με την οποία η κάλτσα συγκρατείται πάνω ή κάτω από το γόνατο, κνημοδέτης, γονατόδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλτσοδέτης, ο, μεταπλασμός σε θηλ. γένος από το κάλτσα, η] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»